βασταγερός

βασταγερός
-ή, -ό [βασταγή]
1. όποιος δεν φθείρεται εύκολα, στερεός («βασταγερή σανίδα», «...κλωστή» κ.λπ.)
2. αυτός που έχει σωματική δύναμη και αντοχή
3. καρτερικός, υπομονητικός
4. (για τρόφιμα και ποτά) εκείνος που διατηρείται πολύ καιρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”